αιματοχυσία

αιματοχυσία
η (Μ αἱματοχυσία) [aἱματόχυτος]
νεοελλ.
αιματηρή σύρραξη, αιματοκύλισμα
μσν.
έκχυση αίματος, αιματεκχυσία*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αιματοχυσία — η χύσιμο αίματος, φονική συμπλοκή: Κατάφερε να επιβάλει την τάξη χωρίς αιματοχυσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Πεδινοί — Άλλη ονομασία των γιρονδίνων την περίοδο της Γαλλικής επανάστασης. Π. ονομάστηκαν και οι οπαδοί ελληνικού πολιτικού κόμματος που ιδρύθηκε μετά την εκθρόνιση του Όθωνα (11 Οκτωβρίου 1862). Αρχηγός του ήταν ο πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης Δημ …   Dictionary of Greek

  • έκχυμα — το (AM ἔκχυμα) αυτό που χύθηκε, έκχυση, χύσιμο («αἵματος ἔκχυσις» αιματοχυσία) μσν. μτφ. ξεχείλισμα («ἔκχυμα ψυχῆς» η έκχυση τής ψυχής προς τα έξω, το ξεχείλισμα τής ψυχής) …   Dictionary of Greek

  • αιμαγμός — αἱμαγμός, ο (Α) [αἱμάσσω] αιματοχυσία …   Dictionary of Greek

  • αιματηφόρος — αἱματηφόρος, ον (Α) αυτός που προκαλεί αιματοχυσία, αιματοβαμμένος, θανατηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + φόρος < φέρω το σύνθετο κατά το πρότυπο τού θανατηφόρος] …   Dictionary of Greek

  • αιματοβάφω — 1. βάφω με αίμα, καταματώνω 2. προκαλώ αιματοχυσία, αιματοκυλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + βάφω. ΠΑΡ. αιματοβαμμένος, αιματοβαφής] …   Dictionary of Greek

  • αιματοκυλίζω — και αιματοκυλίω και αιματοκυλώ και ματοκυλώ, ματοκυλάω, ματοκυλίζω 1. κυλώ κάποιον στο αίμα, σκοτώνω ή τραυματίζω σοβαρά 2. γίνομαι αίτιος να χυθεί αίμα, να γίνουν τραυματισμοί και φόνοι, προκαλώ αιματοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + αρχ. κυλίω (νεώτ …   Dictionary of Greek

  • αιματοκύλισμα — το και κυλισμός, ο [αιματοκυλίζω] αιματηρή σύρραξη, αιματοχυσία, φονικό …   Dictionary of Greek

  • αιματολουσία — η λουτρό αίματος, μεγάλη αιματοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + λούζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”